catflap.org Online Dictionary Query |
From Greek Wiktionary: All languages (2023-07-27) : [ dictinfo.com:wikt-el-ALL-2023-07-27 ]
working Αγγλικά a. 1 για κάτι που λειτουργώ, δουλεύω σωστά 2 που σχετίζεται με την εργασία, εργαζόμενος Αγγλικά n. 1 πράξη, ενέργεια 2 λειτουργία, μέθοδος