catflap.org Online Dictionary Query |
From Greek Wiktionary: All languages (2023-07-27) : [ dictinfo.com:wikt-el-ALL-2023-07-27 ]
seat Αγγλικά n. 1 το κάθισμα 2 έδρα στη Βουλή, σε ένα διοικητικό συμβούλιο κ.λπ 3 η έδρα ενός οργανισμού Αγγλικά vb. 1 (ετικ μτβ επίσημο Αγγλικά) κάθομαι, δίνω σε κάποιον θέση να καθίσει ή κάθομαι σε ένα μέρος 2 (μτβ) χωράω, παίρνω, έχω αρκετές θέσεις για συγκεκριμένο αριθμό ατόμων 3 (μτβ) εδρεύω, εδράζομαι