catflap.org Online Dictionary Query |
From Greek Wiktionary: All languages (2023-07-27) : [ dictinfo.com:wikt-el-ALL-2023-07-27 ]
scheme Αγγλικά n. 1 σχέδιο 2 σχέδιο δράσης, πλάνο 3 σύστημα 4 σχεδιάγραμμα 5 (ετ διαδ en) το τμήμα μίας διεύθυνση web (URL) που υποδεικνύει το πρωτόκολλο (protocol) επικοινωνίας (πχ. http, ftp για τα πρωτόκολλα HTTP, FTP) ή το είδος του πόρου (πχ. file) Αγγλικά vb. (αμτβ) συνωμοτώ, μηχανορραφώ