catflap.org Online Dictionary Query |
From Greek Wiktionary: All languages (2023-07-27) : [ dictinfo.com:wikt-el-ALL-2023-07-27 ]
positive Αγγλικά a. 1 θετικός, καλό ή χρήσιμο 2 θετικός, εκφράζει συμφωνία ή υποστήριξη 3 θετικός, για κάτι που παράγει ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα 4 θετικός, για μια επιστημονική εξέταση που δείχνει σαφή στοιχεία ότι υπάρχει μια συγκεκριμένη ουσία ή ιατρική κατάσταση 5 (''όχι πριν από το ουσιαστικό'') σίγουρος, θετικός, είμαι απόλυτα σίγουρος ότι κάτι είναι σωστό ή αλήθεια 6 (ετ γραμματική en) θετικός, για μια πρόταση που εκφράζει κάτι που είναι αληθινό 7 (ετ μαθηματικά en) θετικός, αριθμός μεγαλύτερος από το μηδέν 8 (ετ ηλεκτρολογία en) θετικός, περιέχει ή παράγει το είδος του ηλεκτρισμού που μεταφέρεται από ένα πρωτόνιο