catflap.org Online Dictionary Query |
From Greek Wiktionary: All languages (2023-07-27) : [ dictinfo.com:wikt-el-ALL-2023-07-27 ]
outside Αγγλικά a. 1 έξω, έξω από χώρο ή κτήριο 2 σε ανοιχτό χώρο, όχι σε στεγασμένο Αγγλικά adv. 1 έξω, έξω από χώρο ή κτήριο 2 σε ανοιχτό χώρο, όχι σε στεγασμένο Αγγλικά n. 1 η εξωτερική πλευρά ενός πράγματος 2 η εξωτερική εμφάνιση ενός πράγματος Αγγλικά prep. (συνήθως με ''of'') εκτός (από)