catflap.org Online Dictionary Query |
From Greek Wiktionary: All languages (2023-07-27) : [ dictinfo.com:wikt-el-ALL-2023-07-27 ]
ink Αγγλικά n. 1 το μελάνι (για γράψιμο, της σουπιάς) 2 το τατουάζ Αγγλικά vb. 1 μελανώνω 2 υπογράφω ένα έγγραφο 3 κάνω σε κάποιον τατουάζ